κατακάθομαι

κατακάθομαι
κατακάθομαι, κατακάθισα βλ. πίν. 160
——————
Σημειώσεις:
κατακάθομαι : για τον αόριστ. σε -ισα δες σημείωση καθίζωκάθομαι.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατακάθομαι — και κατακάθουμαι και κατακαθίζω ισα και κατάκατσα, ισμένος.1. κατέρχομαι λόγω του βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί: Να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να σηκωθεί η αντάρα (δημ. τραγ.). 2. κατασταλάζω: Δεν έχει ακόμα κατακαθίσει ο μούστος. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακάθομαι — και κατακάθημαι και κατακάθουμαι 1. κατέρχομαι λόγω τού βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί, κάθομαι στον πάτο, στον βυθό 2. (για έδαφος, κτίσματα κ.λπ.) καθιζάνω, υποχωρώ υπό το βάρος μου, κατακαθίζω, βουλιάζω 3. (για υγρά) κατασταλάζω 4.… …   Dictionary of Greek

  • κατακαθίζω — κατακάθομαι* …   Dictionary of Greek

  • ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • ενυφίζω — ἐνυφίζω και ένιφιζάνω (AM) (για υγρά) κατακάθομαι, κατακαθίζω …   Dictionary of Greek

  • ιζηματίνες — οι φυσιολ. αντισώματα τα οποία ενώνονται με μόρια αντιγόνου που βρίσκονται εν διαλύσει, αλλ. πρεσιπιτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. precipitines < ρ. se precipiter με τη σημ. «κατακάθομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • κατακάθημαι — (Α) βλ. κατακάθομαι …   Dictionary of Greek

  • κατασταλάζω — (Μ κατασταλάζω) νεοελλ. 1. κατακάθομαι, κατεβαίνω στον πυθμένα 2. γίνομαι διαυγής, λαγαρίζω, ξαστερώνω 3. καταλήγω («χωρίς να κατασταλάξει το ξεφάντωμα στην κουβέντα και στο τραγούδι», Παλαμ.) μσν. πέφτω κατά σταγόνες …   Dictionary of Greek

  • κατατώ — (λ. τού κρητ. ιδιώμ.) 1. ησυχάζω, σταματώ τον αγώνα 2. κατακάθομαι, καταπέφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. κατέταξ α τού κατατάσσω με υποχωρητικό σχηματισμό τού ενεστ. κατατάζω κατά το σχήμα χάραξα: χαράζω. Εν συνεχεία ο ενεστ. αυτός μεταπλάστηκε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”